-
1 заседание
η συνεδρίασ/η, η συνέλευση, το συμßoύλιo,(coбpaниe) η συγκέντρωση, η σύναψη, (совещание) η συνδιάσκεψηпереносить - μεταφέρω/μεταβάλλω τη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заседание
-
2 заседание
заседаниес ἡ συνεδρίαση [-ις] / ἡ σο-νέλευση [-ις], ἡ συγκέντρωση [-ις] (собрание)/ ἡ συνδιάσκεψη [-ις] (совещание):судебное \заседание ἡ συνεδρίαση τοῦ δικαστηρίου· закрытое \заседание ἡ μυστική συνεδρίαση· открывать (закрывать) \заседание ἀνοίγω (κλείνω) τήν συνεδρίαση.